- μειλίχιος
- α, ο[ν] кроткий, мягкий, нежный; ласковый;
μειλίχιοι τρόποι — мягкие, прийтные манеры;
μειλίχιο βλέμμα — ласковый, нежный взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μειλίχιοι τρόποι — мягкие, прийтные манеры;
μειλίχιο βλέμμα — ласковый, нежный взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μειλίχιος — gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek
μειλίχιος — α, ο ήπιος, γλυκός, πράος, γαλήνιος: Με κοίταξε με μειλίχια έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μειλιχίων — μειλίχιος gentle fem gen pl μειλίχιος gentle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλιχίως — Μειλίχιος gentle adverbial Μειλίχιος gentle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχίως — μειλίχιος gentle adverbial μειλίχιος gentle masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μειλίχιον — Μειλίχιος gentle masc/fem acc sg Μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχιον — μειλίχιος gentle masc acc sg μειλίχιος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕЙЛИХИЙ — • Μειλίχιος, миролюбивый, милостивый, 1. прозвание Зевса искупителя, родственного с подземным Зевсом (χθόνιος) или Гадесом. В Афинах приносили ему в жертву свиней, которых совсем сжигали, как это делалось и при служении… … Реальный словарь классических древностей
μειλιχίαις — μειλίχιος gentle fem dat pl μειλιχία gentleness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)